προμολών

προμολών
προμολών: see προβλώσκω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προμολῶν — προμολή approach fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμολών — προβλώσκω go aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννύχιος — ἐννύχιος, α, ον και ἐννύχιος, ον (Α) [νύχιος] 1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.) 2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.) 3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» ο βασιλιάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”